- αστεφάνωτος
- -η, -ο (AM ἀστεφάνωτος, -ον)αυτός που δεν έχει στεφανωθεί, που δεν έχει φορέσει το στεφάνι του γάμουμσν.- νεοελλ.όποιος δεν έχει στεφανωθεί στην εκκλησία και συζεί παράνομανεοελλ.αυτός στον οποίο δεν έχει προσφερθεί τιμητικό στεφάνιαρχ.εκείνος ο οποίος δεν έχει τιμηθεί με στεφάνι ή που για διάφορους λόγους δεν επιτρέπεται να τιμηθεί με στεφάνι.
Dictionary of Greek. 2013.