αστεφάνωτος

αστεφάνωτος
-η, -ο (AM ἀστεφάνωτος, -ον)
αυτός που δεν έχει στεφανωθεί, που δεν έχει φορέσει το στεφάνι του γάμου
μσν.- νεοελλ.
όποιος δεν έχει στεφανωθεί στην εκκλησία και συζεί παράνομα
νεοελλ.
αυτός στον οποίο δεν έχει προσφερθεί τιμητικό στεφάνι
αρχ.
εκείνος ο οποίος δεν έχει τιμηθεί με στεφάνι ή που για διάφορους λόγους δεν επιτρέπεται να τιμηθεί με στεφάνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀστεφάνωτος — uncrowned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστεφάνωτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν του κατάθεσαν (σε κάποια τελετή) στεφάνι: Ο ανδριάντας του αγωνιστή αυτού έμεινε αστεφάνωτος. 2. αυτός που δεν παντρεύτηκε νόμιμα: Ζουν ακόμη αστεφάνωτοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστεφάνωτον — ἀστεφάνωτος uncrowned masc/fem acc sg ἀστεφάνωτος uncrowned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεφανώτοις — ἀστεφάνωτος uncrowned masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεφανώτοισι — ἀστεφάνωτος uncrowned masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεφανώτους — ἀστεφάνωτος uncrowned masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεφάνωτοι — ἀστεφάνωτος uncrowned masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆՊՍԱԿ — ( ) NBH 1 0231 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 9c ա.մ. ἁστεφάνωτος coronae expers Առանց պսակելոյ կամ պսակեալ գոլոյ. անվարձ. *Զհանապազորդ սովամահսն վասն նորա անպսա՞կ թողուցու. Ոսկ. մ. ՟Ա. 13: *Մի՛ գուցէ գնասցեն անպսակք.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”